Euro 2004: Τι μεσολάβησε 20 χρόνια από τον θρίαμβο της εθνικής Ελλάδας στα γήπεδα της Πορτογαλίας;
Τότε, ήταν μια Ελλάδα που ονειρευόταν μεγάλα, “dream big” που λένε οι Αμερικανοί. Τώρα;
-
04.07.2024 Diegito
Στο Euro 2004, που διεξήχθη στην Πορτογαλία από τις 12 Ιουνίου έως τις 4 Ιουλίου 2004, η Ελλάδα ξεκίνησε δυναμικά, με νίκη επί της διοργανώτριας Πορτογαλίας. Αποκλείοντας διαδοχικά τα φαβορί της διοργάνωσης, προκρίθηκε στον τελικό, όπου αντιμετώπισε ξανά τους οικοδεσπότες Πορτογάλους.
Σε ένα συναρπαστικό αγώνα, επικράτησε με 1-0 με γκολ του συνήθη ύποπτου Άγγελου Χαριστέα και στέφθηκε πρωταθλήτρια Ευρώπης. Επιστρέφοντας στην Ελλάδα με το τρόπαιο, οι παίκτες της Εθνικής και ο ομοσπονδιακός προπονητής Ότο Ρεχάγκελ αποθεώθηκαν με μια υποδοχή πρωτοφανή σε μαζικότητα και ενθουσιασμό. Ήταν μια σπουδαία νίκη, που έβαλε την Ελλάδα στο διεθνή ποδοσφαιρικό χάρτη και, μαζί με τη διεξαγωγή των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004 στην Αθήνα, χάραξε ανεξίτηλα το καλοκαίρι του 2004 στην εθνική μνήμη ως σταθμό στα σύγχρονα ελληνικά αθλητικά χρονικά.
Ο Θοδωρής Ζαγοράκης και η “χρυσή γενιά”
Δέκα χρόνια αφότου βραβεύτηκε ως ο καλύτερος παίκτης του Ευρωπαϊκού Πρωταθλήματος και στη συνέχεια τερμάτισε πέμπτος στην κατάταξη της Χρυσής Μπάλας, ο Θοδωρής Ζαγοράκης βρισκόταν και πάλι στα χείλη όλων των Ελλήνων, αλλά σε μια εντελώς διαφορετική κατάσταση από την πρώτη φορά. Είχε εκλεγεί ευρωβουλευτής με τη Νέα Δημοκρατία, σε μια περίοδο που ολόκληρη η χώρα βρισκόταν σε κοινωνικο-πολιτική και οικονομική αναμπουμπούλα. Μέσα σε μόλις δέκα χρόνια, η Ελλάδα είχε γίνει αγνώριστη από την εκπληκτική και φιλόδοξη εικόνα που είχε δώσει σε ολόκληρη την Ευρώπη όταν ο Ζαγοράκης σήκωνε στον ουρανό της Λισαβόνας το κύπελλο του ευρωπαϊκού πρωταθλήματος. Ο πρώην μέσος και η παρέα του ήταν τα μόνα πράγματα στα οποία ένα μεγάλο μέρος των πολιτών έδειχνε ακόμη να μπορεί να εμπιστευτεί.
Η Ελλάδα προκρίθηκε στο Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα της Πορτογαλίας τον Οκτώβριο του 2003. Δεν είχε συμμετάσχει σε τελική φάση μιας μεγάλης διοργάνωσης από το Παγκόσμιο Κύπελλο του 1994 και το Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα του 1980, και τα δύο με τον Αλκέτα Παναγούλιας στην άκρη του πάγκου. Η ομάδα έκανε εκπληκτική πορεία, ήταν αποτελεσματική σε άμυνα και επίθεση, με στατιστικά που ακόμη και σήμερα προκαλούν σε κάποιους θαυμασμό, σε άλλους απορία. Τα εύσημα δεν πήγαν μόνο σε μια από τις καλύτερες γενιές παικτών που είχε βγάλει ποτέ η χώρα – Νταμπίζας, Δέλλας, Χαριστέας, Νικολαΐδης, Βρύζας, Τσιάρτας, Καραγκούνης, Μπασινάς, όλα τα παιδιά – αλλά και στην επιλογή στον πάγκο: Ο Ότο Ρεχάγκελ, προπονητής της Βέρντερ Βρέμης των αρχών της δεκαετίας του 1990, με την οποία κατέκτησε και ένα Κύπελλο Κυπελλούχων, και πάνω απ’ όλα με το θαύμα της Καϊζερσλάουτερν, με την οποία το 1998 κέρδισε την Μπουντεσλίγκα έχοντας ανέβει από τη δεύτερη κατηγορία. Ο ενθουσιασμός για την επιστροφή σε ένα μεγάλο τουρνουά συμβάδισε με την επικείμενη διοργάνωση των Ολυμπιακών Αγώνων στην Αθήνα, με την πρωτεύουσα να παίρνει το χρίσμα το 1997.
Τότε, ήταν μια Ελλάδα που ονειρευόταν μεγάλα, “dream big” που λένε οι Αμερικανοί: Οι Ολυμπιακοί Αγώνες ήταν μια από τις βαριές κληρονομιές του ΠΑΣΟΚ, που συμπλήρωνε από τη μεταπολίτευση και μετά 20 χρόνια διακυβέρνησης με ένα μικρό διάλειμμα στις αρχές του 1990. Το ποδόσφαιρο, με την ιστορική πρόκριση της εθνικής στο Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα, φάνηκε να μπορεί να δώσει περαιτέρω συνέχεια στις φιλοδοξίες του σοσιαλιστικού κόμματος. Στο μεταξύ, όμως, αυτός ο αέρας ενθουσιασμού δεν άγγιζε μεγάλο μέρος της κοινωνίας, που έδειχνε ότι ήθελε να ανατρέψει την πολιτική κυριαρχία του ΠΑΣΟΚ. Ο Κώστας Σημίτης είχε αποχωρήσει από την ηγεσία του κόμματος, με τον Γιώργο Παπανδρέου να αναλαμβάνει τα ηνία. Στις 7 Μαρτίου 2004 ο Κώστας Καραμανλής εκλέχθηκε πρωθυπουργός της χώρας, καταγράφοντας μια μεγάλη νίκη, επιβεβαίωνοντας τη στροφή σημαντικού τμήματος του εκλογικού σώματος προς τα δεξιά, μια εκτίμηση που ενισχύθηκε κι απο το αποτέλεσμα των ευρωεκλογών του Ιουνίου.
Το ποδόσφαιρο είχε έμμεσα επηρεάσει σε μεγάλο βαθμό αυτή την τελευταία ευρωεκλογική νίκη, τουλάχιστον σε ψυχολογικό επίπεδο. Μόλις το βράδυ πριν από την εκλογική αναμέτρηση, το Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα είχε ξεκινήσει στο Πόρτο με τον πιο εκπληκτικό τρόπο, με την Ελλάδα να κερδίζει με 2-1 τους οικοδεσπότες Πορτογάλους του πρωτοεμφανιζόμενου τότε Κριστιάνο Ρονάλντο, χάρη στα γκολ των Καραγκούνη και Μπασινά. «Με αυτή την ιστορική νίκη, η Ελλάδα κέρδισε τον σεβασμό της Ευρώπης» σχολίασε ο πρωθυπουργός Κώστας Καραμανλής αμέσως μετά το σφύριγμα της λήξης, λίγες ώρες πριν ανοίξουν οι κάλπες. Στις 4 Ιουλίου, η εθνική μας ομάδα κέρδισε ξανά την Πορτογαλία, αυτή τη φορά χάρη στο γκολ του Χαριστέα στον τελικό, κατακτώντας τον πρώτο της τίτλο σε ευρωπαϊκό πρωτάθλημα, στη δεύτερη μόλις συμμετοχή της. Τον Αύγουστο όλος ο κόσμος είχε στραμμένο το βλέμμα του στην Αθήνα, στους Ολυμπιακούς Αγώνες, με τους Έλληνες αθλητές να τα καταφέρνουν καλά, συγκεντρώνοντας συνολικά 16 μετάλλια, εκ των οποίων τα 6 χρυσά. Εκείνη την εποχή, κανείς δεν είχε αναρωτηθεί ακόμη πώς θα χρησιμοποιηθούν μετά τους Ολυμπιακούς οι εγκαταστάσεις που κατασκευάστηκαν ειδικά για τη διοργάνωση των αγώνων, εγκαταστάσεις οι οποίες σύμφωνα με εκτιμήσεις κόστισαν περισσότερα από 7 δισ. ευρώ. Το πολιτικό προσωπικό εκτιμούσε ότι θα βρεθεί λύση χάρη στα πολλά, νέα έσοδα από τον τουρισμό, όπως είχε συμβεί με τη Βαρκελώνη το 1992. Αντίθετα όμως από τις εκτιμήσεις, άρχισε η καταστροφή.
Το πολιτικό σκηνικό στη χώρα
Οι κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ είχαν φαίνεται υποτιμήσει το κόστος για τη διοργάνωση των Ολυμπιακών Αγώνων. Σύντομα έγινε αντιληπτό ότι η χώρα δεν ήταν σε θέση να ολοκληρώσει τις εργασίες εντός των καθορισμένων χρονοδιαγραμμάτων, τουλάχιστον με δικούς της πόρους. Είχαν ζητηθεί αρκετά δάνεια για την κάλυψη των εξόδων ώστε να είναι όλα έτοιμα και σεταρισμένα για την έναρξη των Αγώνων, με την τότε κυβέρνηση να εκτιμά ότι η οικονομία θα αναπτυσσόταν αρκετά ώστε να μπορέσει να αποπληρώσει τα πάντα χωρίς μεγάλες δυσκολίες. Μετά τους Ολυμπιακούς και πριν σκάσει η βόμβα της χρεοκοπίας, στις 12 Οκτωβρίου 2005, έφτασαν τα πρώτα άσχημα νέα: Oι πρωταθλητές Ευρώπης έχασαν την πρόκριση στο Παγκόσμιο Κύπελλο, τερματίζοντας μάλιστα στην τέταρτη θέση του ομίλου τους. Ο Ρεχάγκελ, στον οποίο η Ελλάδα χρωστούσε τεράστιο χρέος, παρέμεινε στο τιμόνι της εθνικής ομάδας, οδηγώντας την στην πρόκριση στο Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα του 2008 και στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 2010, γράφοντας έτσι την ιστορία μιας χρυσής περιόδου. Το 2007, εν τω μεταξύ, ο Ζαγοράκης είχε κρεμάσει τα ποδοσφαιρικά του παπούτσια για να γίνει πρόεδρος του ΠΑΟΚ, που τότε ήταν σε δεινή οικονομική κατάσταση. Ένα πρόβλημα -εκείνο της οικονομίας- που σύντομα θα γινόταν δραματικά ανεξέλεγκτο σε όλη την Ελλάδα, όχι μόνο για τον Δικέφαλο του Βορρά, αλλά για την μεγάλη πλειοψηφία των Ελλήνων πολιτών.
Η οικονομική κρίση του 2008 εξαπλώθηκε στην Ευρώπη μέσα σε ένα χρόνο και η ελληνική οικονομία φάνηκε ότι ήταν ο πιο αδύναμος κρίκος στην Ευρωζώνη. Στο μεταξύ, στο εσωτερικό, οι ανακατατάξεις καλά κρατούσαν, με τη κυβέρνηση Καραμανλή να έχει βρεθεί σε δύσκολη θέση πολιτικά: Πρόωρες εκλογές το 2007 και τον Οκτώβριο του 2009, υπό το βάρος των πιέσεων προς την οικονομία, η κυβέρνηση αποφασίζει να επιστρέψει στις κάλπες για να εδραιώσει την πλειοψηφία της με στόχο να αναζωογονήσει, όπως τόνιζε τότε το οικονομικό επιτελείο, την ελληνική οικονομία, η οποία είχε αρχίσει να επιβραδύνεται σημαντικά. Ωστόσο, οι νέες εκλογές είχαν ως αποτέλεσμα την κατάρρευση του κόμματος και την επιστροφή του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία. Ο νέος πρωθυπουργός, Γιώργος Παπανδρέου, ήταν εκείνος που τελικά μίλησε για την κατάσταση τη χώρα: η Ελλάδα πνιγόταν στο χρέος, που ήδη έφτανε τα 300 δισ. ευρώ, τα αληθινά νούμερα της ελληνικής κρίσης είχαν κρατηθεί μυστικά από προηγούμενες κυβερνήσεις και μάλιστα παραποιήθηκαν, ώστε η χώρα να καταφέρει να μπει στο ευρώ το 2000. Το απόλυτο χάος. Το μικρό ελληνικό θαύμα στη μπάλα και τους Ολυμπιακούς Αγώνες δεν κατάφερε να συγκρατήσει τη διάλυση στο οικονομικό και πολιτικό πεδίο.
Μια νέα λέξη – περιέργως ρωσικής προέλευσης – έγινε έκτοτε γνωστή σε όλη την ευρωπαϊκή ήπειρο: Η λέξη τρόικα, οι τρεις θεσμοί που κλήθηκαν να παρακολουθούν τη μνημονιακή πορεία της χώρας μέσα στην οικονομική κρίση, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δηλαδή, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο. Χρειάστηκε να δρομολογηθούν δύο διαφορετικά σχέδια αναδιάρθρωσης του ελληνικού δημόσιου χρέους, μεταξύ 2010 και 2012, για να κρατηθεί ζωντανό και το ευρώ, με τον ήδη δοκιμαζόμενο πληθυσμό της χώρας να βιώνει το απόλυτο σκοτάδι, την ανασφάλεια και τη γη να φεύγει κάτω από τα πόδια του. Ένα δεύτερο όνομα άρχισε να κυκλοφορεί εκείνα τα χρόνια: Η Χρυσή Αυγή, το νεοναζιστικό μόρφωμα που στις εκλογές του Ιουνίου του 2012 κατάφερε να κερδίσει 21 έδρες στο κοινοβούλιο, στο οποίο έμπαινε για πρώτη φορά. Η Χρυσή Αυγή γεννήθηκε ως πολιτικό κίνημα γύρω από ένα περιοδικό για νοσταλγούς της στρατιωτικής δικτατορίας, είχε δράση κυρίως σε συνοικίες του κέντρου της Αθήνας και στα χρόνια της ανόδου της εθνικής ομάδας μέλη της είχαν εισρεύσει στην κερκίδα, οργανώνοντας τη λεγόμενη “Γαλάζια Στρατιά”, μια ομάδα ultras που λίγους μήνες μετά την κατάκτηση του Εuro, άφησε το στίγμα της: Η εθνική ομάδα είχε χάσει έναν αγώνα στα Τίρανα απέναντι στην Αλβανία και μέλη της Γαλάζιας Στρατιάς είχαν ξεκινήσει περιπολίες στην Αθήνα, καίγοντας σημαίες και κάνοντας επιθέσεις σε μετανάστες αλβανικής καταγωγής.
Από τις εξέδρες των γηπέδων ποδοσφαίρου, η Χρυσή Αυγή είχε αναστηθεί, καβαλώντας τις τύχες της εθνικής ομάδας στις αρχές της δεκαετίας του 2000, ασκώντας επίσης ένα είδος επιθετικής δράσης στο δρόμο για να ενεργοποιηθεί και πάλι ως κόμμα και να αυξήσει την ορατότητά της. Τον Μάρτιο του 2013, ο νεαρός μέσος της ΑΕΚ, Γεώργιος Κατίδης, αποφάσισε να χαιρετίσει φασιστικά στις κερκίδες του ΟΑΚΑ, κίνηση που σήμανε το τέλος της καριέρας του στο σύλλογο. Εν τω μεταξύ, η ακροδεξιά δεν ήταν η μόνη σεισμική εξέλιξη στην ελληνική πολιτική σκηνή: Το ΠΑΣΟΚ είχε εκλογικά σχεδόν εκμηδενιστεί, απορροφώντας τις συνέπειες της κρίσης. Η Νέα Δημοκρατία επιβίωσε, κράτησε τις δυνάμεις της, ενώ στα αριστερά αναδείχθηκε ο ΣΥΡΙΖΑ του Αλέξη Τσίπρα, καταφέρνοντας σε λίγα χρόνια να καταστεί η πρώτη πολιτική δύναμη στην Ελλάδα.
Οι ευρωεκλογές του 2024 και η έλλειψη πειστικών εναλλακτικών λύσεων
Μέσα σε όλα αυτά, ο Ζαγοράκης εξελέγη ευρωβουλευτής με τη Νέα Δημοκρατία. Για τον Αντώνη Σαμαρά, πρόεδρο της ΝΔ και πρωθυπουργό τότε, ποιος καλύτερος υπήρχε από τον αρχηγό την εθνικής ομάδας που είχε κερδίσει το Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα του 2004 για να συγκεντρώσει το αίσθημα ελπίδας των πολιτών για το μέλλον μέσα σε τόσο δύσκολα χρόνια; Ο Θοδωρής ήταν σύμβολο μιας χώρας απίστευτα μακρινής πια μέσα στο χρόνο, εκπρόσωπος μιας χρυσής εποχής που όλοι θυμόντουσαν ότι είχαν ζήσει και στην οποία ήθελαν απεγνωσμένα να επιστρέψουν. Επιστροφή σε ένα γνωστό παρελθόν, σε αντίθεση με το άλμα στο κενό, προς τα αριστερά ή προς τα δεξιά, που απλωνόταν μπροστά ως αναπόδραστη συνθήκη.
Στην πραγματικότητα, Σαμαράς και Ζαγοράκης μαζί δεν πήγαν και πολύ μακριά. Η εκλογική νίκη του ΣΥΡΙΖΑ το 2015 σηματοδότησε την πτώση του ηγέτη της Νέας Δημοκρατίας: Ο διάδοχός του, Κυριάκος Μητσοτάκης, επανέφερε τη ΝΔ στην κυβέρνηση το 2019, μετά την αποτυχία της κυβέρνησης Τσίπρα να πείσει για μια δεύτερη θητεία εκτός μνημονίων. Την ίδια χρονιά, ο Ζαγοράκης είδε την θητεία του ως ευρωβουλευτής να ανανεώνεται, για να έρθει σε σύγκρουση με τον πρωθυπουργό λόγω θεμάτων που αφορούσαν τον ποδοσφαιρικό βορρά και τον ΠΑΟΚ. Ο πρώην πρωταθλητής Ευρώπης αποφάσισε τελικά να εγκαταλείψει τη Νέα Δημοκρατία και μετά από ένα σύντομο διάστημα ως ανεξάρτητος αποφάσισε να κατέβει ως υποψήφιος ευρωβουλευτής με το ΠΑΣΟΚ, χωρίς ωστόσο να καταφέρει να επανεκλεγεί. Το 2024, είκοσι χρόνια μετά την κατάκτηση του Ευρωπαϊκού Πρωταθλήματος στην Πορτογαλία και δέκα χρόνια μετά την πρώτη του εκλογή στις Βρυξέλλες και στο Στρασβούργο, ο Θοδωρής προσπάθησε ξανά, αλλά αυτή τη φορά δεν τα πήγε καλά.
Η πολιτική κυριαρχία της ΝΔ συνεχίζεται παρότι αποδυναμωμένη σημαντικά, αλλά το πραγματικό πρόβλημα είναι ότι το εκλογικό σώμα φαίνεται πλέον σε μεγάλο βαθμό απογοητευμένο και χωρίς πειστικές εναλλακτικές λύσεις. Στις εκλογές του 2004 το 63% των Ελλήνων πήγε να ψηφίσει, ενώ είκοσι χρόνια αργότερα, το ποσοστό αυτό άγγιξε μόλις το 41%. Το 2004 από το 2024 φαίνεται τόσο μακριά που είναι σαν να έχουν περάσει όχι 20 χρόνια, αλλά πολλές περισσότερες δεκαετίες. Μια μακρινή ανάμνηση που, ωστόσο, παρά τα δεινά που ακολούθησαν, στέκει ρομαντικά στη μνήμη, νοσταλγικά για εκείνες τις ημέρες που νομίζαμε όλοι ότι βρισκόμασταν μεταξύ γης και ουρανού.