Κρίστοφερ Κινγκ: «H μουσική είναι το μεγαλύτερο πολιτιστικό μας κεφάλαιο»
O βραβευμένος με Γκράμι μουσικός παραγωγός Κρίστοφερ Κινγκ μάς προσκαλεί και φέτος στην Κόνιτσα για το δεύτερο διαβαλκανικό φεστιβάλ «Γιατί ’ναι μαύρα τα βουνά» που διοργανώνεται από τη Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση.
-
30.06.2024 Newsroom
Βλέπω το «Γιατί ’ναι μαύρα τα βουνά» ως μια άσκηση εκδημοκρατισμού της μουσικής. Αν το δούμε από τη σκοπιά των ακροατών/θεατών του φεστιβάλ, αυτοί σπάνια εξετάζουν τους ελέγχους και τους περιορισμούς που επιβάλλονται σε ό,τι βιώνουν: σε ό,τι ακούνε ή χορεύουν ή τραγουδάνε. Συχνά, σκεφτόμαστε απλώς τη μουσική ως κάτι προαιρετικό που μπορούμε να κάνουμε στην καθημερινότητά μας – την ακούμε ενώ ετοιμάζουμε το μεσημεριανό μας ή όταν οδηγούμε ή τη χορεύουμε σε ένα πανηγύρι.
Σε ένα τέτοιο πλαίσιο, πρόκειται για ασυνείδητους ήχους στο υπόβαθρο. Στοχαζόμαστε, ωστόσο, τα συνειδητά επίπεδα ιστορικού, πολιτικού, εθνικού, θρησκευτικού, εμπορικού, ακαδημαϊκού ή ιδεολογικού ελέγχου που διαμορφώνουν τη μουσική που ακούμε;
Για παράδειγμα, μας λένε να αγκαλιάσουμε την «παραδοσιακή» μουσική ως μια εθνική ή τοπική ή «ενδοσυγγενική» αξία, αλλά κάτι τέτοιο υπονοεί ότι η παραδοσιακή μουσική δεν έχει αλλάξει ποτέ, το οποίο είναι φυσικά αναληθές. Μια παρέα βοσκών πριν από διακόσια χρόνια μπορεί να μην ενδιαφέρεται για τη μουσική που παίζεται με κλαρίνο στον 21ο αιώνα για τους απογόνους της κοινότητάς τους, επειδή σε αυτούς άρεσε μόνο η φλογέρα και θεωρούσαν ότι αυτό είναι το αρμόζον «παραδοσιακό» όργανο.
Παρομοίως, οι πρόγονοι αυτών των παλαιότερων βοσκών μπορεί να περιφρονούσαν τη φλογέρα επειδή θεωρούσαν τα φωνητικά τραγούδια ως αυθεντικά παραδοσιακά. Ποιος –ή τι– ελέγχει αυτές τις έννοιες της παράδοσης; Ποια είναι τα κίνητρα; Τι ρόλο παίζει η πολιτική ή ο οικονομικός παράγοντας ή η ακαδημαϊκή πρόσβαση στον καθορισμό της παράδοσης; Διότι, σίγουρα, υπάρχει πολιτικό όφελος, οικονομικό αντίκρισμα και ακαδημαϊκή επένδυση στον έλεγχο του τρόπου με τον οποίο κατανοούμε αυτήν τη διαδικασία που ονομάζουμε παράδοση.
Το «Γιατί ’ναι μαύρα τα βουνά» είναι, σε ένα επίπεδο, μια εμβάθυνση σε αυτά τα παραπάνω ερωτήματα. Αλλά δεν πρόκειται για μια ακαδημαϊκή άσκηση. Δεν είναι κάτι αποκλειστικά διδακτικό. Είναι ένας τρόπος να αναλογιστούμε το μουσικό μας παρελθόν και να κάνουμε εικασίες για το μουσικό μας μέλλον, περιτριγυρισμένοι από τους κυματοειδείς παλμούς του χορού και του ηχητικού στοχασμού. Δεν είναι μια «αναμόρφωση» της μουσικής: είναι απλώς η πρόσληψη ενός μέρους της μορφής της, όσο φευγαλέα κι αν είναι. Εκεί που νιώθεις ότι ξέρεις τα πάντα για τη μουσική, συνειδητοποιείς ότι δεν ξέρεις τίποτα. Αυτή είναι η ομορφιά της ανακάλυψης.
Νομίζω πως πρέπει να τονιστεί το γεγονός ότι η Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση έχει το όραμα να υποστηρίζει την υποβολή αυτών των ερωτημάτων, την παροχή αυτών των ουσιαστικών πολιτιστικών εμπειριών. Έχοντας εργαστεί στον χώρο των τεχνών στις ΗΠΑ για πάνω από είκοσι χρόνια, έχω διαπιστώσει από κοντά την υποχώρηση στην ελευθερία της έκφρασης και, αντίστροφα, τους διάφορους τρόπους με τους οποίους ασκείται έλεγχος πάνω στη μουσική, ιδίως τους τρόπους με τους οποίους υποτίθεται ότι πρέπει να ερμηνεύουμε την ιστορία της μουσικής.
Ένα πράγμα που δεν έχουμε στην Αμερική είναι αυτή η αίσθηση του «ακαδημαϊκού σοβινισμού» που βίωσα εδώ. Δηλαδή, σύμφωνα με τη σκοπιά αρκετών πανεπιστημιακών (αλλά όχι όλων), υπάρχει μόνο ένας τρόπος για την ερμηνεία των εκφάνσεων της μουσικής στην Ελλάδα και αυτός ο τρόπος τυχαίνει να είναι ο δικός τους. Νομίζω, όμως, ότι έχουμε φτάσει σε ένα σημείο στον 21ο αιώνα, όπου μπορούμε να απεγκλωβιστούμε από αυτές τις στενές και περιχαρακωμένες προσεγγίσεις ερμηνείας του φαινομένου.
Με άλλα λόγια, πιστεύω ότι έχουμε ξοδέψει πολύ χρόνο και κόπο προσπαθώντας να προσδιορίσουμε από πού προέρχεται αυτή η μουσική, ενώ θα έπρεπε να αναρωτηθούμε γιατί είναι εδώ και πώς είναι εδώ με αυτόν τον συγκεκριμένο τρόπο. Για μένα, το γιατί και το πώς είναι πιο κρίσιμα σε σχέση με τα βασικά ερωτήματα. Το «Γιατί ’ναι μαύρα τα βουνά» είναι ένας χώρος και ένας τόπος όπου μπορούμε να αναλογιστούμε το «γιατί» και το «πώς».
Αυτό δεν σημαίνει ότι αρνούμαστε τη ζωντανή πραγματικότητα της μουσικής γύρω μας, στην Ελλάδα και στα νότια Βαλκάνια. Κάθε άλλο. Για την ακρίβεια, η φετινή εκδήλωση στην Κόνιτσα γιορτάζει τη δυναμική της μουσικής εδώ, καθώς και τη βαθιά συμβολή του λαού των Ρομά και των μουσικών Ρομά στη μουσική. Και το φεστιβάλ της επόμενης χρονιάς είναι αποτέλεσμα της εμμονής μου με τις απροσδόκητες πηγές και επιρροές μέσα σε αυτήν τη μουσική. Να τι εννοώ:
Ερευνώ και διαβάζω και γράφω όσο περισσότερο μπορώ, όταν δεν ταξιδεύω σε αναζήτηση μουσικής. Πριν από μερικά χρόνια ξετρύπωσα κάτι που αρχικά θεώρησα ένα επουσιώδες νήμα μέσα στο πλούσιο μουσικό κουβάρι που υπάρχει εδώ στα νότια Βαλκάνια. Μετά από λίγο, ανακάλυψα ότι αυτό το νήμα ήταν στην πραγματικότητα σχεδόν ένα ολόκληρο αυτόνομο υφαντό, κάτι που φαίνεται να διαπερνά μεγάλο μέρος της μουσικής που ακούμε σήμερα – κι όμως, αυτό το υφαντό έχει παραμείνει επί της ουσίας ανεξερεύνητο στο μεγαλύτερο μέρος του.
Όταν προσκλήθηκα από το Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνιας στο Μπέρκλεϊ να δώσω μια ομιλία για το «Μέλλον της Ιστορίας», για λογαριασμό του Ιδρύματος MacArthur, περιέγραψα γιατί αυτό το κομμάτι της μουσικής μας ιστορίας ήταν υποερευνημένο και ανεξερεύνητο. Πρότεινα τον όρο «ιστορική αμνησία» για να περιγράψω αυτήν τη δυναμική που μας επιτρέπει να έχουμε μια μουσική μνήμη που φτάνει μονάχα μέχρι τη γενιά των παππούδων μας. Και αυτή η «ιστορική αμνησία» έχει βαθιές συνέπειες για την Ελλάδα και τα υπόλοιπα νότια Βαλκάνια. Κατά κάποιον τρόπο, σκόνταψα τυχαία σε αυτόν τον τρόπο σκέψης πολύ νωρίτερα, κάτι που οδήγησε απευθείας στο «Γιατί ’ναι μαύρα τα βουνά».
Το εξώφυλλο του άλμπουμ (2 δίσκων) με τίτλο «Why the Mountains are Black: Primeval Greek Village Music, 1907-1960»
Η ιδέα μου γεννήθηκε για πρώτη φορά πριν από περίπου οχτώ χρόνια, όταν επεξεργαζόμουν ένα κεφάλαιο του βιβλίου «Ηπειρώτικο Μοιρολόι: Οδοιπορικό στην αρχαιότερη ζωντανή δημώδη μουσική της Ευρώπης» (2018). Αναρωτιόμουν –και εξακολουθώ να αναρωτιέμαι– γιατί υπάρχει ένας τέτοιος πλούτος διαφορετικών οργάνων και ενόργανων ενορχηστρώσεων σε όλο το εύρος των νοτίων Βαλκανίων, που καθένα τους διαθέτει το δικό του λεξιλόγιο σε κλίμακες (μια εσωτερική γλώσσα) και παρ’ όλα αυτά ήταν περιορισμένο σε έναν συγκεκριμένο γεωγραφικό χώρο ή περιοχή.
Αυτή η επικράτεια φαίνεται να εντοπίζεται σε όλη τη βόρεια Ελλάδα, σε περιοχές που κάποτε αποτελούσαν μέρος μιας αυτοκρατορίας, αλλά τώρα συγκροτούνται από έθνη. Και αναλογίστηκα το μυστήριο αυτό του πώς η μουσική φαίνεται τελικά να έχει σύνορα που της επιβάλλονται από εμάς τη στιγμή που η ίδια η μουσική δεν επιβάλλει σύνορα σε μας. Στην πραγματικότητα, η μουσική μάς απελευθερώνει.
Περίπου την ίδια περίοδο ανέλαβα την παραγωγή, τη συλλογή των κομματιών και την αφήγηση σε ένα άλμπουμ (2 δίσκων) με τίτλο «Why the Mountains are Black: Primeval Greek Village Music, 1907-1960», για λογαριασμό της δισκογραφικής εταιρείας Third Man Records του Jack White. Επιδίωξα να διερευνήσω αυτά τα ερωτήματα μέσα από δίσκους 78 στροφών από τη συλλογή μου. Και τώρα στην ιδιαίτερη πατρίδα μου, την Κόνιτσα, με τη Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση, αυτή η τελετουργική διερώτηση συνεχίζεται. Μόνο που τώρα έχει δίσκους 78 στροφών, μουσικούς από όλα τα νότια Βαλκάνια που παίζουν ζωντανά και απίστευτες κινηματογραφικές ταινίες. Και όλα αυτά χάρη στη θαυμάσια συνεργασία μου με τη Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση.
Ένα από τα πολλά επιτεύγματα της Ελλάδας είναι ότι η ελευθερία είναι συχνά μια ύψιστη αρετή, αλλά το ζήτημα είναι πώς ασκούμε αυτή την ελευθερία. Επειδή είμαι πλέον πολιτογραφημένος Έλληνας, αισθάνομαι ότι το καθήκον μου ως πολίτη είναι να κάνω ενάρετα και καλά πράγματα. Αλλά και πράγματα που να αφορούν, που να έχουν σημασία για όλους μας. Κάπως έτσι προέκυψε να είμαι ένα είδος «μουσικού ιεραπόστολου» για τη μουσική σε όλη αυτή την περιοχή. Χαίρομαι να δείχνω στον κόσμο τι έχουμε εδώ, γιατί η μουσική μας, για μένα, είναι το μεγαλύτερο πολιτιστικό μας κεφάλαιο. Αποδεικνύει τη ζωτικότητά μας.
Μετάφραση κειμένου: Βασίλης Δουβίτσας για τη lifo.gr